Συνήθως εμφανίζεται στα κάτω άκρα, αλλά έχει περιγραφεί και σε άλλα σημεία όπως στο μαστό (νόσος Mondor) καθώς και σε οποιαδήποτε περιφερική φλέβα, συνήθως ως επιπλοκή μετά από τοποθέτηση φλεβικών καθετήρων. Η πάθηση αυτή είναι αρκετά συχνή και συνήθωςαυτοπεριοριζόμενη, μπορεί όμως να υποτροπιάζει ή να επιμένει.Ο γιατρός θα πρέπει να ενημερωθεί από τον ασθενή αν η νόσος επιμένει για πάνω από 3-4 εβδομάδες. Όταν επηρεάζεται η μείζων σαφηνής φλέβα, η θρομβοφλεβίτιδα μπορεί να επεκταθεί και στο εν τω βάθει φλεβικό σύστημα, με όλες τις σοβαρές συνέπειες της εν τω βάθει φλεβοθρόμβωσης.
Συνήθως συσχετίζεται με βλάβη στο ενδοθήλιο που μπορεί να προκληθεί από τραύμα ή φλεγμονή, διαταραχή στη ροή (πχ. φλεβική στάση) ή στην πηκτικότητα του αίματος. Οι πιο σημαντικοί παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν το ιστορικό προηγούμενης θρομβοφλεβίτιδας, εν τω βάθει φλεβοθρόμβωσης, πρόσφατης χειρουργικής επέμβασης, την εγκυμοσύνη, την λοχεία, την παρατεταμένη ακινητοποίηση καθώς και υποκείμενη κακοήθεια χωρίς εμφανή συμπτώματα.
Άλλοι παράγοντες κινδύνου είναι οι παρακάτω:
- Θεραπεία με οιστρογόνα (τα νέοτερα αντισυλληπτικά περιέχουν χαμηλότερες δόσεις οιστρογόνων & άρα ο κίνδυνος είναι μικρότερος)
- Φλεβικοί κιρσοί
- Παχυσαρκία
- Κάπνισμα
- Θρομβοφιλία
- Αυτοφλεγμονώδη νοσήματα (συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, αγγειϊτιδες, ελκώδης κολίτιδα)
- Τραύμα-κατάγματα οστών
- Καθετηριασμός φλεβών (ιατρικές παρεμβάσεις-χρήση ουσιών)
Η κλινική εικόνα περιλαμβάνει ερυθρότητα και ευαισθησία κατά μήκος του πάσχοντος αγγείου, που μπορεί να συνοδεύεται και από οίδημα. Η σημαντικότερη επιπλοκή είναι η εν τω βάθει φλεβοθρόμβωση. Άλλες επιπλοκές αποτελούν η υπέρχρωση του δέρματος και η παραμονή σκληρού οζιδίου υποδορίως καθώς και η επιλοίμωξη του θρόμβου και η μετατροπή της νόσου σε σηπτική θρομβοφλεβίτιδα. Μεσοπρόθεσμα η επανασυραγγοποίηση μίας θρομβωμένης φλέβας σε συνδυασμό με την επίδραση της φλεγμονώδους διαδικάσίας είναι δυνατόν να καταστρέψουν τις βαλβίδες της, με αποτέλεσμα αυξημένη φλεβική πίεση και ανεπάρκεια. Όπως ήδη αναφέρθηκε, η επιπολής θρομβοφλεβίτιδα περιλαμβάνει την επιμόλυνση από κάποιο μικρόβιο, τότε ονομάζεται σηπτική θρομβοφλεβίτιδα και απαιτεί διαφορετική διαγνωστική και θεραπευτική προσέγγιση. Η σηπτική θρομβοφλεβίτιδα μπορεί να επιπλακεί με δημιουργία αποστήματος τοπικά ή απομακρυσμένα, σηπτικών εμβόλων και αιματογενούς λοίμωξης.
Η διάγνωση της πάθησης αυτής είναι κυρίως κλινική. Θα πρέπει όμως να αποκλειστεί το ενδεχόμενο της εν τω βάθει φλεβοθρόμβωσης, ειδικά όταν η θρομβοφλεβίτιδα συναντάται σε σημείο πάνω από το γόνατο. Η εξέταση εκλογής γι αυτό το σκοπό είναι το υπερηχογράφημα (τρίπλεξ) φλεβών του κάτω άκρου, το οποίο καλό θα ήταν να επαναληφθεί σε 48-72 ,ώρες μετά την έναρξη της θεραπείας για να ελεγχθεί η αποτελεσματικότητά της και η εξέλιξη της νόσου. Η διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει παθήσεις όπως κυτταρίτιδα, λεμφαγγειίτιδα, τενοντίτιδα, φλεβική ανεπάρκεια, και εν τω βάθει φλεβοθρόμβωση. Ασθενείς χωρίς κάποιον προφανή παράγοντα κινδύνου ή με ιστορικό κάποιου άλλου θρομβοεμβολικού επεισοδίου θα πρέπει να υποβληθούν σε έλεγχο πηκτικότητας και θρομβοφιλίας. Επίσης, η μεταναστευτική θρομβοφλεβίτιδα χωρίς κάποια προφανή αιτία θα πρέπει να εγείρει υποψίες για πιθανή κακοήθεια και ο ασθενής θα πρέπει άμεσα να υποβληθεί σε λεπτομερή έλεγχο για αποκλεισμό αυτής. (κολονοσκόπηση, μαστογραφία, αξονική τομογραφία κλπ).